Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

Η Δυναμική των σχέσεων στο έργο της Margueritte Dyras «Μέρες ολόκληρες στα δέντρα» (Des journées entières dans les arbres)


Παράσταση στο θέατρο ΕΚΣΤΑΝ με τους ηθοποιούς Ελένη Παπαχρηστοπούλου στο ρόλο της  Μάνας, Πέτρο Αποστολόπουλο στο ρόλο του Γιου,  Λουκία Λαγού (Μαρσέλ) Λουκά Τζιάννη (Ντέντε). (Από 14/12/24 έως 13/4/25)

Το έργο αναφέρεται σε μια οικογένεια Γάλλων αποίκων στην Ινδοκίνα, την εποχή που χάνεται η αποικία.

Η μητέρα φτάνει στο Παρίσι από την αποικία, κάνοντας ένα μακρύ ταξίδι, για να δει τον γιό της Ζακ, μετά από πέντε χρόνια που έχουν να ιδωθούν. Στο λιτό διαμέρισμά του Ζακ συναντά και την κοπέλα του τη Μαρσέλ μια «ορφανή» νεαρή. Ο Ζακ σύμφωνα με τις κρατούσες αξίες είναι ένας «ρέμπελος» και εξαρτημένος από τον τζόγο. Μαζί με τη Μαρσέλ δουλεύουν σε ένα μπαρ, προσφέροντας ψυχαγωγία και συντροφιά στους θαμώνες. Η μητέρα έρχεται για να προτείνει στο Ζακ να αναλάβει το εργοστάσιο που διατηρούν στην αποικία, κάτι που βρίσκει τον Ζακ απρόθυμο να το κάνει.

Στις τρεις πράξεις του έργου ξετυλίγεται όλη η δυναμική των σχέσεων της οικογένειας και κυρίως της σχέσης μητέρας γιού και παράλληλα γίνεται μια ανασκόπηση της ζωής τους.

Η εξαιρετική ερμηνεία των συντελεστών της παράστασης, μας εισάγει στο συγκινησιακό κλίμα του έργου.

 

Η σχέση μάνας και Ζακ

Η επαναλαμβανόμενη δυναμική στη σχέση τους είναι η ασφυκτική επένδυση της μάνας στον Ζακ, ο οποίος στην άμυνα του να μη τον κατακλύσει, απομακρύνεται σε χώρους, όπου παραμένει απρόσιτος. Η προσπάθεια του είναι να μη απορροφηθεί στο πεδίο της μητρικής επικράτειας, έναν χώρο που απειλείται η υποκειμενικότητά του. Το σκηνικό του «καταφύγιου στα δέντρα», που αναφέρεται στον τίτλο του έργου, επαναλαμβάνεται σε διάφορα μοτίβα.

 

 

Γιατί τώρα κάνει αυτό το ταξίδι;

Το ταξίδι της μητέρας για να δει τον γιό της δεν είναι απλώς μια επίσκεψη – είναι μια συμβολική προσπάθεια να  τον ανασύρει, να τον φέρει πάλι στην τροχιά της. Η μητέρα ξαναβρίσκει τον Ζακ σε μια συγκυρία που η ίδια είναι αποσταθεροποιημένη, γιατί από τη μια βρίσκεται στα ύστερα χρόνια του βίου της και από την άλλη χάνει το εργοστάσιο που δημιούργησε, αφού έχει κρατικοποιηθεί.

Η ίδια αναφέρει:

 «Μπορεί στα πέντε παιδιά που έχει κανείς  ένα να το φυλάει, να το κρύβει για τις γκρίζες μέρες».

Η μητέρα ξεχώρισε τον Ζακ να τον έχει για συντροφιά της για τις «γκρίζες μέρες». Έτσι εγκαθιδρύθηκε μια συμβιωτική σχέση  από τα πρώιμα χρόνια. Το παιδί που έχει επιλέξει η μητέρα για στήριγμα της, του υπονομεύει κάθε απόπειρα προς την αυτονομία. Από την άλλη αυτό το παιδί κατέχει κάποια «προνομιούχο» θέση στον οικογενειακό αστερισμό, κάτι που είναι το «δόλωμα» για να συμμορφώνεται με αυτόν τον ρόλο, αν και κατά διαστήματα εκδηλώνει θυμό εναντίον της μητέρας.

Σε κάποιο σημείο λέει ο Ζακ:

 »Καλύτερα να πεθάνει. ήταν μια κακή μητέρα και εγώ ήμουν το χειρότερο έργο της»

 Αυτό το μένος δεν οδηγεί σε κάποια διαφοροποίηση, αλλά είναι μέρος του σεναρίου της συνεχιζόμενης συγχώνευσης. 

Η μητέρα, σ’ αυτή την αποκλειστική σχέση με το παιδί της, δεν του επιτρέπει να σχετιστεί αυτόνομα με άλλα μέλη της οικογένειας. Θέλει να πατρονάρει κάθε σχέση του γιού της μέσα στην οικογένεια. Το καταλαβαίνουμε αυτό όταν ενοχλείται που μαθαίνει ότι ο Ζακ και η αδελφή του Μιμή επικοινωνούν, χωρίς η ίδια να το ξέρει. Και όταν το μαθαίνει επιχειρεί να τους διχάσει, απαξιώνοντας και κατηγορώντας τη κόρη της: «Η Μιμή δεν ξέρει τίποτα. Η Μιμή φαντάζεται. Η Μιμή κάνει πολιτική εναντίον της μητέρας της». Μπορούμε να υποθέσουμε ότι το ίδιο θα έκανε και στη σχέση του Ζακ με τον πατέρα του. Προφανώς υπονόμευσε και αυτή τη σχέση και απαξίωσε τον πατέρα στα μάτια του Ζακ.

 

Η εμφάνισή της καταλύει τον δεσμό του Ζακ με την ερωμένη του. Όταν ο Ζακ της παρουσιάζει την Μαρσέλ, είναι απολογητικός, αναγνωρίζοντας της το δικαίωμα να παρεμβαίνει στη ζωή του, ένα ακόμα δείγμα της συμβιωτικής αδιαφοροποίητης σχέσης μάνας/γιου. Και στο τέλος του έργου ο Ζακ και η Μαρσέλ χωρίζουν.

 

Τα πολλά βραχιόλια

Η μητέρα έρχεται φορώντας πολλά χρυσά βραχιόλια στο χέρι, προσδοκώντας να αποκαταστήσει τη παρουσία της και επενδύοντας στη επαναβεβαίωση του ρόλου της στη ζωή του Ζακ. Η στοίβα βραχιολιών σημαίνει τόσο εμμονή στον υλικό πλούτο, όσο και εξουσία πάνω στην υποκειμενικότητα του παιδιού. Προσδοκά ότι ο χρυσός είναι αυτός που θα επιφέρει την επαναπροσέγγιση με τον γιο.

 

Το γεύμα και η βουλιμία

Η μητέρα προσφέρει χρήματα, παραγγέλνοντας ένα χορταστικό γεύμα. Είναι επισήμανση ότι η μητέρα παραμένει η πρωταρχική πηγή θρέψης, που τώρα εξαγοράζει τη σχέση εξουσίας και εξάρτησης, αλλά και μια επιθυμία να χορτάσουν η μεν μητέρα από αγάπη τα δε παιδιά από θρέψη.

Η βουλιμία -ιδιαίτερα της μητέρας- μαρτυρεί την αδηφάγο απληστία που όσο και αν καταναλώνει δεν καλύπτει τις ακόρεστες ανάγκες της. Απεικονίζει τη λαχτάρα για αγάπη, αλλά και τάση για κατοχή.

Η μητέρα λέει: «καταβροχθίζω» τον γιο μου. Το αρχέτυπο της μητέρας που καταβροχθίζει από ψυχαναλυτικής σκοπιάς αναφέρεται στη μητέρα που είναι υπερβολικά προστατευτική, ελεγκτική ή ασφυκτική, με αποτέλεσμα αρνητικές ψυχολογικές επιπτώσεις στο παιδί. Η καταβρόχθιση -αυτή η κανιβαλιστική τάση-, είναι να απορροφήσει τον γιο της έτσι ώστε να χαθεί η ατομικότητά του μέσα στο «μαζί».

 

Μέρες Ολόκληρες στα δέντρα

Η μνημονική ανάκληση στιγμιότυπων της παιδικής ηλικίας του γιού, εκφράζει μια επιθυμία επιστροφής της σχέσης τους στη ειδυλλιακή κατάσταση της τοτινής συγχώνευσης τους.

Η προτίμηση του Ζακ να περνά το χρόνο του στα δέντρα αναφέρεται στην αντίσταση του να ενσωματωθεί στις απαιτήσεις της «κανονικής» ενηλικίωσης και των συμβατικών κανόνων της κοινωνίας. Τα δέντρα συμβολίζουν ένα μυθικό χώρο και ταυτόχρονα ένα όριο στη φορτικότητα της μητέρας, ένα προστατευτικό καταφύγιο στο οποίο εκείνη δεν έχει πρόσβαση.

 

Ο αγώνας της μητέρας να κατεβάσει τον γιο της από τα δέντρα αντανακλά την προσπάθειά της να ακολουθήσει το καθήκον, που επιβάλουν οι κοινωνικές επιταγές, να τον εντάξει στον δομημένο κόσμο, όπου πρέπει να αναληφθούν ρόλοι (γιος, ενήλικας, υπεύθυνο μέλος της κοινωνίας). Για τη μητέρα, τα δέντρα είναι ένας τόπος αφόρητης αποξένωσης. Η ένταση στο «Ολόκληρες μέρες στα δέντρα» αναδύεται από αυτή την ρήξη: η απελπισμένη προσπάθεια μιας μητέρας να αποκαταστήσει μια σύνδεση που έχει ήδη διακοπεί και η σιωπηλή επιμονή ενός γιου να δραπετεύσει σε έναν κόσμο, όπου δεν μπορεί να τον φτάσει.

 

Ο τίτλος του έργου «Μέρες Ολόκληρες στα Δένδρα» έχει αμφισημία. Από τη μια εννοεί «τη σπατάλη του χρόνου, αφού ο Ζακ δεν κάνει τίποτα παραγωγικό. Ως παιδί πέρναγε τον καιρό του στα δέντρα. Αργότερα μπορούμε να εικάσουμε ότι ξόδευε το χρόνο του στο παιχνίδι, στο φλερτ και στα τυχερά παίγνια. Από την άλλη ο τίτλος, έχει και τη σήμανση ότι κάποιος υπηρετεί την επιθυμία.

 

Φεύγει την άλλη μέρα

Μετά από την άφιξη της στο σπίτι και μια βραδυνή επίσκεψη στο μπαρ που δουλεύουν ο Ζακ και η Μαρσέλ, η μητέρα αναχωρεί την επόμενη μέρα.

Η ίδια λέει: «Αν φεύγω, είναι γιατί η παρουσία μου, δεν καταλήγει σε τίποτα εδώ, δεν έχει κανένα νόημα. Δεν δίνει σε κανέναν ούτε ευχαρίστηση, ούτε χαρά, αλλά ενόχληση, φρικτή ενόχληση».

Η φυγή την άλλη μέρα είναι η απάντηση της μητέρας στο ότι ο Ζακ δεν ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της και εμμένει στην οδό της «ασωτίας (τζόγος, περιθώριο)». Ηχεί σαν τιμωρία για να τον ενοχοποιήσει. Είναι το pattern που θεμελίωσε την εξάρτηση. Κάθε προσπάθεια αυτονόμησης του παιδιού από τη μητέρα θα συνοδευόταν από  αδιόρατη απειλή εκ μέρους της ότι θα τον εγκαταλείψει. Η απουσία δημιουργεί ένα κύκλο λαχτάρας και επιστροφής. Η φυγή θα δημιουργήσει την έλλειψη η οποία θα αναζωπυρώσει την  επιθυμία. Έτσι η φυγή θα μπορούσε να ενεργοποιήσει ένα νέο γύρο εξάρτησης, όταν μάλιστα φεύγοντας, του αφήνει ότι χρειάζεται για να πάει να τζογάρει, τονίζοντας έτσι πόσο απαραίτητη του είναι για να τον σώζει από τα πάθη του.

Επιστρέφει στη Μιμή η οποία αντιπροσωπεύει τη βέλτιστη προσαρμογή στη νέα τάξη πραγμάτων.

 

Ωστόσο δεν πρέπει να μείνουμε στην ενοχοποίηση της μάνας. Είναι μια μητέρα που επωμίζεται την ευθύνη της οικογενειακής ευημερίας και αυτό συνεπάγεται έλεγχο και εξουσία. Υπηρετεί το κυρίαρχο αξιακό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο πρόοδος σημαίνει πλούτος. Η προσήλωση της στην οικονομική ανέλιξη αφήνει ακάλυπτες άλλες ανάγκες της, όπως η επιθυμία, η ξενοιασιά και η απόλαυση. Στο τέλος της ζωής της αντιμετωπίζει υπαρξιακό αδιέξοδο. 

 

Τα άλλα πρόσωπα του δράματος

Η Μιμή

Αν και υπάρχει σποραδική αναφορά στη Μιμή, μπορούμε να εικάσουμε ποια είναι. Δεν είναι απίθανο σε τέτοιες οικογένειες το ένα παιδί είναι το «κακομαθημένο» και το άλλο  (η Μιμή;) το υπερβολικά συμμορφωμένο με τις επιταγές της μάνας.

Η Μαρσέλ

Η Μαρσέλ είναι μια κοπέλα ορφανή που μεγάλωσε σε ιδρύματα. Παρουσιάζεται άβουλη, προσηνής, ανασφαλής και με χαμηλή αυτοεκτίμηση (λέει: "είμαι πολύ κουτή"). Υπακούει αθόρυβα, και δεν αρθρώνει τον δικό της λόγο. Είναι ένα παιδί που είχε δυστυχισμένη παιδική ηλικία, υπέστη κακοποίηση και απ’ όλα αυτά έχει ταυτιστεί με της αδυναμία και την ενοχή, που την κάνει επιρρεπή στην επαναθυματοποίηση.

Στην πλοκή του έργου είναι ο εξωτερικός παράγων που γίνεται μάρτυρας της αλληλεπίδρασης μητέρας γιού και από τη θέση της αυτ καταλύει το δράμα σχολιάζοντας το φέρσιμο της μάνας και βάζοντας τέλος στην αδιέξοδη σχέση με τον Ζακ.

 

 

Αντιφάσεις στις σχέσεις και στη ζωή

Η μητέρα παροτρύνει τον Ζακ να πάει στο σχολείο, αλλά τον αφήνει να περνά τις μέρες του στα δέντρα. Από τη μια τον ωθεί για πρόοδο που συνεπάγεται αυτονόμηση και από την άλλη τον θέλει εξαρτημένο από αυτή, κάτι που «εξασφαλίζεται» με το να είναι ένας γιος που δεν βρίσκει νόημα σε κανένα σκοπό και ζει «πλάνητα βίο». Απώτερη συνέπεια της εξαρτητικής τάσης του γιού είναι η εξάρτηση από τον τζόγο. Του λέει: «έλα πίσω να αναλάβεις το εργοστάσιο, ενώ όλοι ξέρουν ότι το εργοστάσιο έχει κρατικοποιηθεί. Στην πραγματικότητα δεν ζητά από τον Ζακ να αναλάβει την επιχείρηση, αλλά να γυρίσει πίσω, για να είναι κοντά της.

 Η μητέρα υπηρέτησε τον στόχο της υλικής ευημερίας όλης της οικογένειας, καταπιέζοντας τη δική της λαχτάρα να χαρεί τη ζωή και τη ξενοιασιά. Αυτή την καταπιεσμένη και ανεκπλήρωτη  τάση της την επισύναψε ασυνείδητα πάνω στον Ζακ (μια ζωή τόσο ελαφριά, τόσο ασήμαντη,  τόσο χωρίς νόημα… σαν τις γάτες…). Είναι η πόλωση μεταξύ καθήκοντος και απόλαυσης. Έτσι ο Ζακ εκδήλωσε τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες της μάνας του.

 

Ο Τζόγος

Ο εθισμός στον τζόγο μαρτυρά ένα αποδυναμωμένο εαυτό που στρέφεται στην επιδίωξη διεγέρσεων στην προσπάθεια του να αποκρούσει ένα πιο καταστροφικό κατακερματισμό του εαυτού. Το ρίσκο που συνεπάγεται ο τζόγος, είναι το παιχνίδι με τη καταστροφή σα μορφή έξαψης, ανυπακοής ή διαφυγής. Όμως μια τέτοια συμπεριφορά ενεργοποιεί αντανακλαστικά προστασίας από τη μεριά των οικείων του. Ο Ζακ αγωνίζεται να ξεφύγει από την εποπτεία της μάνας, αλλά με τη δυνάμει αυτοκαταστροφική συμπεριφορά την καλεί να τον σώσει. Εκείνη αφήνει σκόπιμα τον χρυσό και τα χρήματα για να τα πάρει να πάει να ξανατζογάρει, προφανώς από την έγνοια της να μη κινδυνέψει να αναζητήσει τα χρήματα παράνομα. Εκεί η Μαρσέλ της λέει: «Κυρία είστε ανέντιμη». Έτσι επαναλαμβάνεται κάτι που συμβαίνει συνέχεια. Σε ένα επίπεδο προσπαθεί να τον φέρει στον «ορθό δρόμο» και σε άλλο επίπεδο προάγει την εξάρτηση και ευνοεί την εκτροπή. Έτσι το παιχνίδι μητέρας και Ζακ είναι αμοιβαία αμφίσημο. Σε πρώτο επίπεδο η μητέρα να προσπαθεί να φέρει τον Ζακ σε «προκοπή» και αυτός να ξεφεύγει από τη φορτικότητα της, και σε δεύτερο επίπεδο και οι δύο να υπηρετούν την συγχώνευση.

 

Η μητέρα είναι το μόνο πρόσωπο στο έργο που δεν έχει όνομα

Το σημαίνον «μητέρα που δεν έχει όνομα» -ενώ όλοι στο έργο έχουν από ένα όνομα-, μας καλεί να δούμε το «είδος» γυναίκα-μητέρα και όχι το συγκεκριμένο πρόσωπο, μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο. Σε συνθήκες καπιταλισμού και πατριαρχίας η γυναίκα, ακόμα κι αν έχει εξουσία, χάνει τον αυτοπροσδιορισμό της και αλλοτριώνεται. Οι αντιφάσεις της είναι μάρτυρες της αλλοτρίωσης της.

 

Στο τέλος όλοι μένουν μόνοι. Είναι η κατάληξη επιλογών ζωής που οδηγούν σε αδιέξοδο. Μένουν με την πίκρα της αποξένωσης και την ανασφάλεια που φέρνει η μοναξιά.

 

Θα μπορούσαμε να δούμε το έργο και σαν μια αλληγορία για την  αποικιοκρατική Γαλλία που τάζει στα παιδιά της μεγαλεία, που δεν υπάρχουν πιά. Η νουβέλα γράφτηκε το 1954, χρονιά γεωπολιτικών αλλαγών, που λήγει η κυριαρχία της Γαλλίας στην Ινδοκίνα, χάνοντας όλο τον παραγόμενο πλούτο, εκτός από περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να μεταφέρουν οι άποικοι κρατώντας πάνω τους (χρυσός).  Παρουσιάζει την αγωνία του άποικου σε μια ιστορική στιγμή που καταρρέει η αποικιοκρατία.

 

Παραπέρα, η αντιπαράθεση ανάμεσα στη ματαιότητα της συσσώρευσης υλικών αγαθών, που θα χαθούν στις παλίρροιες του ζειν, και σε μια ζωή προσανατολισμένη στην εφήμερη απόλαυση και το παιχνίδι, μας καλεί να στοχαστούμε για το νόημα ζωής.

 

Η επικαιρότητα του έργου είναι ότι και σήμερα βρισκόμαστε σε ένα τέλος εποχής και στη προοπτική ενός δυστοπικού αύριο, που συνδυάζεται με υπαρξιακά άγχη για την απροβλεψιμότητα και το άγνωστο που φέρνει αυτό που έρχεται.

Είναι αναπόφευκτο βλέποντας το έργο να μη κάνει ο καθένας μια ανασκόπηση  των σημαντικών σχέσεων στη ζωή του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου