Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ: ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ

Νίκος Μαρκέτος Ψυχίατρος-Ψυχοθεραπευτής
 nmarketos@gmail.com 

 Καθώς κοίταζα στο κενό 
είδα τον εαυτό μου από απέναντι. 
Και τότε είδα στο πρόσωπο μου 
τον πατέρα μου στριμωγμένο και σε απόγνωση. 

 Πρόλογος 
Το παρόν κείμενο διαπραγματεύεται δύο θέματα που έχουν απασχολήσει επανειλημμένα τους ψυχοθεραπευτές διαφόρων προσεγγίσεων. Το ένα είναι το γνωστό όνειρο, που αναφέρει ο Φρόιντ στην ερμηνεία των ονείρων με τίτλο «Πατέρα δεν βλέπεις ότι καίγομαι;» και το δεύτερο είναι μια επιστολή που έγραψε ο συγγραφέας Φραντς Κάφκα προς τον πατέρα του. Με την αφήγηση του ονείρου και την ανάγνωση του «γράμματος στον πατέρα» εστιάζουμε στην πάντα χαμένη συνάντηση με το σημαντικό πρόσωπο και στο ερώτημα τι ξυπνάει τον ονειρευόμενο. Το κοινό στοιχείο και των δύο είναι ότι στέκονται στην αδυναμία του πατέρα να δει ή να ακούσει τι είναι το κρίσιμο και μοιραίο για το παιδί του. Η αναφορά σε αυτά τα δύο ντοκουμέντα γίνεται κυρίως για το συγκινησιακό φορτίο που έχουν και που μπορεί να είναι το έναυσμα για ανάδυση και εξερεύνηση απωθημένων βιωμάτων. 


 «Πατέρα δεν βλέπεις ότι καίγομαι» 
Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα όνειρα είναι το «όνειρο του παιδιού που καίγεται», το οποίο αναφέρει ο Φρόϊντ στο βιβλίο του «Ερμηνεία των Ονείρων». Ένα σπαρακτικό όνειρο για τον άδικο θάνατο, τη λήθη, την ενοχή, την ψυχική επιβίωση, την πατρότητα. Το όνειρο αυτό αντιπροσωπεύει την αποτυχία της πατρικής λειτουργίας και είναι μια επίκληση για τον απόντα πατέρα. 

 Ένας πατέρας καθόταν δίπλα στο κρεβάτι του άρρωστου παιδιού του για μέρες και νύχτες. Αφού πέθανε το παιδί, πήγε στο διπλανό δωμάτιο για να ξαπλώσει, αλλά άφησε την πόρτα ανοιχτή, για να μπορεί να βλέπει από την κρεβατοκάμαρά του στο δωμάτιο στο οποίο ήταν τοποθετημένο το σώμα του παιδιού του. Ένας γέροντας είχε αναλάβει την πένθιμη αγρύπνια, καθόταν δίπλα στο σώμα του παιδιού, μουρμουρίζοντας προσευχές, ενώ γύρω από το κρεβάτι υπήρχαν αναμμένα κεριά. Μετά από λίγη ώρα ύπνου, ο πατέρας ονειρεύεται ότι το παιδί του στέκεται δίπλα στο κρεβάτι του, τον πιάνει από το μπράτσο και του ψιθυρίζει επικριτικά: "Πατέρα, δεν βλέπεις ότι καίγομαι;". Ο πατέρας ξυπνά και παρατηρεί μια λάμψη φωτός στο διπλανό δωμάτιο, πλησιάζει και βλέπει ότι ο γέροντας έχει αποκοιμηθεί, ενώ το σάβανο και το μπράτσο του μικρού νεκρού καίγονται από ένα κερί που έχει πέσει πάνω τους (Freud, S. 1900). 

 

 Το όνειρο έχει δεχτεί διάφορες ερμηνείες. Σύμφωνα με την αρχική θεωρία του Φρόιντ ότι, τα όνειρα είναι εκπληρώσεις ευχών, ο σκοπός του ονείρου ήταν να παρατείνει τον ύπνο του πατέρα, λίγο περισσότερο επειδή στο όνειρο το παιδί του ήταν ακόμα ζωντανό.
 Το όνειρο μιλά για τη εύθραυστη σχέση πατέρα/γιου, για την ευθύνη, το νοιάξιμο, την αγωνία, τον πόνο του πατέρα για κάθε αντιξοότητα της ζωής που αντιμετωπίζει ο γιός του και αυτός είναι απών. Εκεί που ο πατέρας βιώνει με τραγικό τρόπο το όριο του και ο γιός χάνει τη προσδοκία ότι θα τον στηρίξει, και διαπιστώνει ότι δεν έχει πλέον να περιμένει τίποτα από εκείνον. 

 Τύψεις αναμφίβολα βασανίζουν τον πατέρα. Ίσως δεν έκανε αρκετά για να προλάβει την κατάληξη της αρρώστιας. Υπάρχει η πληροφορία ότι το παιδί είχε πυρετό. Ο γέροντας που έχει βάλει ο πατέρας στο πλάι του παιδιού, δεν είναι ικανός να επιτελέσει το καθήκον του, αποκοιμιέται. Μήπως ο γέροντας αντιπροσωπεύει τον πατέρα που δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, γιατί δεν έκανε όσα έπρεπε για να αποσοβήσει το μοιραίο; Η έκκληση «πατέρα δεν βλέπεις ότι καίγομαι» μπορεί να δηλώνει ότι το παιδί καιγόταν από τον πυρετό και ο πατέρας θα μπορούσε ίσως να είχε κάνει κάτι για να το αποτρέψει.

 Αυτός ο συνηθισμένος καθημερινός πατέρας που δεν βλέπει, που δεν είναι ποτέ «στο ύψος της δουλειάς του», που αφήνει το παιδί του να καεί, έρχεται αντιμέτωπος με τη καυτή ερώτηση του παιδιού, που φέρνει φωτιά όπου κι αν πέσει. Παρουσιάζει τη μάταιη ανθρώπινη έκκληση προς τον Πατέρα, και μας παραπέμπει ακόμη και στη κραυγή του Ιησού στον Σταυρό: Πατέρα, γιατί με εγκατέλειψες! («Ηλί Ηλί λαμά σαβαχθανί»;) 

Η πρωταρχική ευθύνη του πατέρα είναι να προσφέρει γενναιόδωρα τη προστασία του στο παιδί. 

 Πέρα από την ευθύνη του γονιού, ποια ζητήματα θίγονται για την ψυχοθεραπεία μέσα από αυτό το όνειρο; Το ζητούμενο είναι να είναι ο θεραπευτής στο ύψος των περιστάσεων για να αφουγκραστεί το πραγματικό τραύμα και αγωνία του θεραπευόμενου. Και ποια μπορεί να είναι η απάντηση του θεραπευτή σε αυτό το κάλεσμα, σε αυτήν την απόγνωση, σε αυτές τις μομφές, λιγότερο ή περισσότερο βάσιμες; Θα είναι εκείνη ενός πατέρα που είναι σε εγρήγορση, που ακούει την αγωνία και την καταγράφει μέσα στην πυρκαγιά. 

Εξάλλου τελικός προορισμός του ονείρου είναι η έγερση, το ξύπνημα. Πόσες φορές μετά το τέλος μιας συνεδρίας με απασχολούν ερωτήματα όπως «Μήπως μου διέφυγε κάτι πολύ βασικό;» «Δεν κατάλαβα την πραγματική αγωνία του θεραπευόμενου;» «Μήπως είμαι λίγος για αυτή τη διάσταση του προβλήματος;» Είμαστε όλοι μέσα σε ένα όνειρο, διστακτικοί να ξυπνήσουμε παρότι οι αισθήσεις μας καταγράφουν τις φωτιές. Η φράση: «Πατέρα δεν βλέπεις ότι καίγομαι;» ως κάτι που απευθύνεται στον καθένα μας, μας συνδέει με τον απερίγραπτο χαρακτήρα της ανθρώπινης συνύπαρξης και μας ξυπνάει, μας αφυπνίζει. Και η ευθύνη μας θα είναι πάντα ατομική (Ασερ Α. 2018). 


 Γράμμα στον πατέρα 
Θα μπορούσε το «γράμμα στον πατέρα», να είναι συνέχεια του ονείρου, με την έννοια της αναφοράς του γιού για ένα πατέρα, που δεν ανταποκρίθηκε στην συναισθηματική του ανάγκη, που ήταν απών σε στιγμές ακραίας αγωνίας του ή ακόμη χειρότερα και επικριτικός. Μια επαναλαμβανόμενη τέτοια εμπειρία θα στιγματίσει τη ζωή του γιού, αλλά ταυτόχρονα θα τον οδηγήσει να ανατρέψει μέσα του τον πατέρα. Ένας γιός που έχει ανατρέψει μέσα του τον πατέρα, κουβαλάει ένα κενό που προσπαθεί να αναπληρώσει με μετουσιώσεις και πνευματική καλλιέργεια, αλλά το κενό δεν αναπληρώνεται ποτέ. Η ταυτότητα παραμένει μετέωρη και το υποκείμενο δεν μπορεί να επιτελέσει τον συμβολικό του ρόλο.

 Ο Φραντς Κάφκα, Εβραίος συγγραφέας, γεννήθηκε στην Πράγα το 1883. Το επώνυμό του, που σημαίνει κάργια στα Τσεχικά, επιβλήθηκε στην οικογένεια όταν με νόμο τον 18ο αιώνα, υποχρεώθηκαν να αντικαταστήσουν το εβραϊκό τους επίθετο. Ο Φραντς ήταν το μεγαλύτερο από έξι παιδιά. Τα δύο αδέρφια του πέθαναν σε νεαρή ηλικία, ενώ οι τρεις αδερφές του πέθαναν αργότερα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. 

Ο πατέρας του Χέρμαν ήταν ένας εύπορος έμπορος υφασμάτων. Ήταν γιος ενός φτωχού χασάπη με έξι παιδιά. Αντιμετώπισε πολλές αντιξοότητες στην παιδική και νεανική ηλικία, αλλά με σκληρή προσπάθεια και, κυρίως, την ισχυρή του θέληση και φιλοδοξία έφτασε να μπει στην καλή κοινωνία της Πράγας. Αυτό δεν έπαψε ποτέ να το υπενθυμίζει στην οικογένειά του, κάνοντας παραλληλισμούς μεταξύ του σκληρού παρελθόντος του και αυτού του Φραντς. Τα δεινά που αντιμετώπισε εκείνος ήταν και το κίνητρο να αγωνιστεί για να ανέβει οικονομικά και κοινωνικά. Ο πατέρας έχοντας ως μέτρο όσα υπέφερε ο ίδιος, θεώρησε ότι τα παιδιά του έπρεπε να είναι ευτυχισμένα. Η σκληρή ζωή του διαμόρφωσε έναν τυραννικό και οξύθυμο χαρακτήρα που είχε αντίκτυπο στην ανατροφή του γιου του, κάτι που ο Φραντς προσπάθησε να διαχειριστεί σε όλη του τη ζωή μέσα από το έργο του. Ο πατέρας αναφερόταν συχνά στην έφεση του Φραντς προς τη λογοτεχνία με απαξιωτικό τρόπο. 

Η μητέρα του Τζούλυ ήταν αστή, από οικογένεια που ασχολιόταν με τη ζυθοποιία και την υφαντουργία. Ήταν στοργική μητέρα που είχε μεγαλώσει περιτριγυρισμένη από ανθρώπους με υψηλή μόρφωση. Στο συγγενικό της κύκλο υπήρχαν διανοούμενοι, ονειροπόλοι, εκκεντρικοί με κλίση προς το περιπετειώδες, το εξωτικό ή το παράξενο. Αυτή η οικογένεια γοήτευε περισσότερο τον Φραντς. Μάλιστα, ο πατέρας, του έλεγε συχνά: «είσαι ολόιδιος ο Ρούντολφ»!, εννοώντας τον εκκεντρικό αδερφό της Τζούλυ, που κάποτε ασπάστηκε τον καθολικισμό. Ο Φραντς, αν και ο ίδιος δεν αναγνώριζε καμία ομοιότητα με τον θείο του, σκέφτηκε ότι, από τις τόσες φορές που το είχε ακούσει, είχε αρχίσει πραγματικά να του μοιάζει.

 Ο Φρανς Κάφκα σε ηλικία 36 ετών και ενώ ζει μόνος του, γράφει μια επιστολή 103 σελίδων προς τον πατέρα του. Η επιστολή αρχίζει με την προσφώνηση «πολυαγαπημένε μου Πατέρα» και τελειώνει με την υπογραφή "Φραντς". Η επιστολή αυτή δεν έφτασε ποτέ στον παραλήπτη. 
Στην επιστολή αυτή αποδίδει ευθύνες στο πρόσωπο που θεωρεί υπεύθυνο για τη πορεία στη ζωή του. Αναφέρει ότι δεν ξέφυγε ποτέ από τα συμπλέγματα του φόβου που του προκάλεσε ο πατέρας του. Ανακαλεί περιστατικά της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Κατηγορεί τον πατέρα, αλλά και βρίσκει τρόπο να τον δικαιολογήσει, γιατί ενώ είναι τυραννικός, θεωρεί ότι η αδυναμία να ξεπεράσει τα συμπλέγματα που του προκάλεσε ο πατέρας, οφείλεται στη δική του ευαλωτότητα. 

 Παραθέτω αποσπάσματα της επιστολής 

 «Πολυαγαπημένε μου πατέρα, «Πριν από λίγο καιρό με ρώτησες γιατί ισχυρίζομαι πως σε φοβάμαι. Όπως συνήθως, δεν είχα τι ν’ απαντήσω» 

Απευθύνει τις πρώτες κατηγορίες στον ίδιο τον εαυτό του:

 «Σε όλη σου τη ζωή δούλεψες σκληρά, θυσίασες τα πάντα για τα παιδιά σου και κυρίως για μένα. Ήμουν λοιπόν εντελώς ελεύθερος να κάνω αυτό που μου άρεσε, ήμουν ανέμελος, χωρίς να χρειαστεί ποτέ να αντιμετωπίσω κάποιο πρόβλημα επιβίωσης. Δεν απαιτούσες καμία ευγνωμοσύνη για όλα αυτά, γιατί ξέρεις πολύ καλά τι σημαίνει «ευγνωμοσύνη από τα παιδιά», αλλά περίμενες τουλάχιστον έναν καλό λόγο, κάποια ένδειξη συμπάθειας. Εγώ, αντί να ανταποκριθώ σε αυτή σου την προσδοκία, σε απέφευγα συνεχώς, κρυβόμουν στο δωμάτιό μου με τα βιβλία μου, έκανα παρέα με επιπόλαιους φίλους και καλλιέργησα παράδοξες ιδέες. [...] Σου έβαλα όλες τις ευθύνες [...] Δεν έκανα το παραμικρό για σένα»

 

………………………………………

 

«Αυτό που ήταν πάντα ακατανόητο για μένα ήταν η παντελής έλλειψη συναισθήματος για τον πόνο και την ντροπή, που θα μπορούσες να μου προκαλέσεις με τα λόγια και τις κρίσεις σου». 

 Στο γράμμα του θυμάται μια σκηνή από τα πρώτα χρόνια της ζωής του: 

 «Ένα βράδυ ζήταγα επίμονα νερό, γιατί διψούσα, αλλά και πιθανώς εν μέρει για να γίνω ενοχλητικός, εν μέρει για να παίξω. Όταν αρκετές έντονες απειλές δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, με έβγαλες από το κρεβάτι, με μετάφερες στο pavlatche (η τσεχική λέξη για το μακρύ μπαλκόνι στην εσωτερική αυλή των παλιών σπιτιών στην Πράγα) και με άφησες εκεί μόνο με το νυχτικό μου, έξω από την κλειστή πόρτα. Μπορεί να μη βρήκες άλλο τρόπο να έχεις ηρεμία και ησυχία εκείνο το βράδυ, αλλά το αναφέρω ως χαρακτηριστικό των μεθόδων σου για την ανατροφή ενός παιδιού και την επίδρασή τους σε μένα. Τολμώ να πω ότι ήμουν αρκετά υπάκουος μετά από αυτό το περιστατικό, αλλά μου έκανε εσωτερική ζημιά. …. Ακόμα και χρόνια μετά υπέφερα από τη βασανιστική φαντασίωση ότι ο τεράστιος άνθρωπος, ο πατέρας μου, η υπέρτατη εξουσία, θα ερχόταν, σχεδόν χωρίς κανένα λόγο και θα με έπαιρνε από το κρεβάτι τη νύχτα και θα με μετέφερε στο πεζοδρόμιο…».

 

………………………………………

 «Από την πολυθρόνα σου κυβερνούσες τον κόσμο. Η αυτοπεποίθησή σου ήταν πράγματι τόσο μεγάλη, που πίστευες ότι πάντα έχεις δίκιο. Μερικές φορές συνέβαινε να μην έχεις καμία απολύτως άποψη για ένα θέμα, αλλά εν τούτοις την κάθε γνώμη σχετικά με το θέμα την έβρισκες αναγκαστικά λαθεμένη, χωρίς εξαίρεση. […] Για μένα πήρες την αινιγματική ποιότητα που έχουν όλοι οι τύραννοι των οποίων τα δικαιώματα βασίζονται στο πρόσωπό τους και όχι στη λογική». 

 Σε άλλο σημείο της επιστολής αποδίδει στον πατέρα κάποιο βαθμό χειριστικότητας 

«η καρδιοπάθεια είναι ένα μέσο για να ασκείς την κυριαρχία σου πιο έντονα, αφού η σκέψη της αναγκαστικά πνίγει κάθε αντίθεση από τους άλλους». 

Παρακάτω στην επιστολή ο Κάφκα περιγράφει πως έχει εσωτερικεύσει τον δυναστικό πατέρα 

«…. Ούτε καν η δυσπιστία σου προς τους άλλους δεν είναι τόσο μεγάλη όσο η δική μου δυσπιστία προς τον εαυτό μου, την οποία έχεις καλλιεργήσει μέσα μου». 

 Ο Κάφκα καταφεύγει στην ατέρμονα γραφή για να καλύψει το κενό της ταυτότητας όπως λέει ο ίδιος «εγώ συνίσταμαι από λογοτεχνία, δεν είμαι τίποτε άλλο και δεν μπορώ να είμαι τίποτε άλλο».

 Στο κείμενο ο Κάφκα βάζει τον πατέρα του σαν το μέτρο για να κρίνει τον εαυτό του και τον βρίσκει πάντα ανάξιο. Σε έναν βαθμό, ο φόβος απέναντι στον πατέρα του δεν του επέτρεψε να σεβαστεί τον εαυτό του και το έργο του και να πιστέψει ότι αξίζει να φτάσει στον κόσμο. 
 Παρότι, όσα καταλογίζει ο Φραντς στον πατέρα του, είναι εμπειρίες που αρκετοί γιοί έχουν -και αυτά τα κενά ή τραύματα μπορούν σε κάποιο βαθμό να τα ξεπερνούν και να φτάσουν ακόμη και στη συγχώρεση και να ζήσουν τη ζωή τους χωρίς σημαντικές ατέλειες-, ο Κάφκα παραμένει καθηλωμένος σ’ αυτά, όπως το μαρτυρούν η ζωή και το έργο του. Ίσως γιατί ο πόνος από τον πατέρα του να ήταν η πηγή της έμπνευσής του και τελικά ότι είναι ο Κάφκα σήμερα το οφείλει στον πατέρα του. Ο κόσμος, όπως παρουσιάζεται στο έργο του, είναι εφιαλτικός, κλειστός, σκληρός, παράλογος. Τα πρόσωπα είναι υποταγμένα, χωρίς καθορισμένη ταυτότητα. Η υποταγή, η συντριβή και ο τρόμος των ηρώων του είναι η εξωτερίκευση του δικού του εσωτερικού κόσμου (Καρβουνάκη Γ.2020). Το άτομο δεν έχει πρόσβαση σε κάποιο νόημα. Οι ήρωες μπλέκουν στα γρανάζια της εξουσίας και συνθλίβονται.

 Το αναπτυξιακό έργο προς την αυτονομία και την ενηλικίωση είναι να περάσει από την εξιδανίκευση του πατέρα στο στάδιο της αποιδανικοποίησης, μετά στη συμφιλίωση και τελικά στην σχέση ενήλικα προς ενήλικα, για να μπορέσει να χαράξει την δική του πορεία στον κόσμο. Η επιστολή μαρτυρεί ότι ο Κάφκα παρά, το κατηγορητήριο, είναι παγιδευμένος να μένει στη σκιά του πατέρα. Ως ενήλικας, ο Κάφκα ήταν στοιχειωμένος από την εχθρική και ανυπόμονη παρουσία του πατέρα του στο μυαλό του.

 Αλλά συμπληρώνει λέγοντας ότι η εχθρότητα που εξέφρασε ο πατέρας του εναντίον του ως παιδί, στρέφεται τώρα από τον ίδιον εναντίον του εαυτού του. 

 Το βασικό στρατήγημα ενός εσωτερικευμένου άτεγκτου πατέρα -όταν το υποκείμενο έχει εσωτερικεύσει πλέον ένα σκληρό και απαιτητικό δεοντολογικό κώδικα- είναι να κατηγορεί τον εαυτό του ότι δεν ανταποκρίνεται στις υψηλές απαιτήσεις. Εδώ έχουμε τη μαρτυρία ότι ο Κάφκα παλεύει με τους δικούς του δαίμονες. 

Έτσι, το γράμμα προς τον πατέρα έφτασε στον προορισμό του – επειδή ο πραγματικός παραλήπτης ήταν ο ίδιος ο συγγραφέας. 

Θα πορευτώ με τον εαυτό που έχω 
Δεν έχω άλλον 

 Επίλογος 
Υπό το φως των διαδοχικών κρίσεων που περνά σήμερα ο κόσμος το όνειρο του παιδιού που καίγεται και το γράμμα στον πατέρα είναι μια αγωνιώδης επίκληση για να ακούσει ένας εντελώς κοιμισμένος κόσμος, αλλά και ένα κατηγορητήριο για τα λάθη του πατέρα και ταυτόχρονα για τη κοινωνία που συγκροτήθηκε στο θεμέλιο σχέσεων εξουσίας /υποταγής. 


 Αναφορές 

Freud, S. (1900) Η ερμηνεία των ονείρων Εκδόσεις Πλέθρον 

 Ασερ Αριέλα (2018) «Πατέρα, δεν βλέπεις ότι καίγομαι;» - ΤΑ ΝΕΑ (tanea.gr) Γεωργία Καρβουνάκη
 Φραντς Κάφκα Γράμμα στον πατέρα - Παρουσίαση Γεωργία Καρβουνάκη | Λογοτεχνικός Κύκλος Ηρακλείου (logoteckyklos.blogspot.c 

Κάφκα Φραντς: Γράμμα στον Πατέρα Εκδόσεις Νεφέλη

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2021

Σώπα όπου Να 'ναι θα σημάνουν οι καμπάνες ή αντίο Κεμάλ ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ;

 Το φαινόμενο Μίκης, από τη μουσική του ως την πολιτική του δράση, χρειάζεται να τον προσεγγίζουμε σαν μια διαλεκτική ολότητα. Μια παρέλαση ποίησης, φαντασίας, μουσικής και πολιτικής σκέψης. Μια δυναμική που οδηγεί σε μια πλανητική συνείδηση, διαδικασία που ωστόσο πραγματοποιείται, μέσα από την  εκτύλιξη της πιο προσωπικής εσωτερικότητας. Η διαζευκτική θεώρηση του τύπου -καλός μουσικός αλλά κακός πολιτικός- είναι σα να προσπαθούμε να πακετάρουμε ένα ελέφαντα σε ένα σπιρτόκουτο.

Στη μουσική, όντας λόγιος μουσικός με κλασσικές σπουδές,  μπόρεσε να ξεδιπλώσει το αστείρευτο μουσικό του ταλέντο -και ταυτόχρονα το όραμα του για το κόσμο και τον πολιτισμό- όταν αποφάσισε να πειθαρχήσει στους κανόνες της λαϊκής μαστορικής και έγινε ταπεινός μαθητής του Τσιτσάνη και του Βαμβακάρη. Αλλά η αποτίμηση του έργου του δεν μπορεί να χωρέσει στα αξιολογικά κριτήρια ούτε του μουσικού, ούτε του πολιτικού. Είτε μιλούσε, είτε έπαιζε τη μουσική του, μας εξέθετε τον δικό του κόσμο και ένα μεγαλείο, τόσο μεταδοτικό, που έκανε κάθε καταφρονημένο να νοιώθει ότι έχει αξία.  Η παρακαταθήκη του είναι ο προσωπικός του πολιτισμός, που έγινε και συλλογικός. Με αυτή την έννοια ήταν από τα θεμέλια της νεοελληνικής πολιτιστικής ταυτότητας όπως ήταν ο Βαμβακάρης και ο Παπαδιαμάντης μεταξύ άλλων.

 

Πολλοί εντάχθηκαν στο κίνημα εξ αιτίας της μουσικής του Μίκη, γιατί πίστεψαν ότι η πίστη σε μια καλύτερη κοινωνία, θα απελευθερώσει τις δυνατότητες και τη δημιουργικότητα του ανθρώπου.

Στο τέλος της ζωής του θέλησε να αγκαλιάσει όλους τους Έλληνες. Να υπερβεί τον διχασμό, να συμφιλιωθεί με τον εχθρό του.  Eίχε κάθε λόγο να μισεί τη δεξιά, πολύ περισσότερο από αυτούς που το μόνο για το οποίο βρήκαν να μιλήσουν, τώρα που πέθανε, ήταν για τη «κωλοτούμπα». Με τη χειρονομία του κατάφερε να φέρει κοντά του τον εχθρό, αλλά δεν προσχώρησε στις τάξεις του. Και η τελευταία του επιθυμία ήταν «Θέλω να πεθάνω σαν κομμουνιστής», Έκανε όλους τους Έλληνες, από όλο το πολιτικό φάσμα, να τον θεωρούν σα δικό τους πατέρα.

Με το θάνατο του Μίκη τελειώνει οριστικά η ουτοπία ότι, αυτή η στάχτη που λέγεται Ελλάδα, μπορεί να ξεφύγει από τη βαθειά εντροπία της.

 Θα αφήσει σπορά ο Μίκης;

Θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση;

Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

Θάνατος- θανάτου ειρμολογία

 

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος

Ηράκλειτος

Δεν έχω τίποτα να πω για τον θάνατο, πάρ’ εκτός ότι γνωρίζουμε μόνο το γόητρο του. Στο κάτω κάτω κανείς δεν πιστεύει στο θάνατό του, ή,  για να το πούμε με άλλο τρόπο, στο ασυνείδητο ο καθένας μας είναι πεπεισμένος για τη δική του αθανασία.  Το πολύ-πολύ, για να συγκαλύψουμε την αλήθεια αυτού του ανεπιθύμητου γεγονότος, μπορεί να την σκεπάζουμε με την πίστη ότι ο θάνατος είναι μια ψευδαίσθηση, ή απλώς το τέλος ενός (είδους) ζωής, ή το πρελούδιο  μιας ζωής (αληθινής) κάπου αλλού.

Αυτό που απομένει όταν απεκδυθούμε τις συμβολικές μας αυταπάτες είναι το τίποτα.  Η φιγούρα του θανάτου στο μέσον του στέμματος δεν αντιπροσωπεύει  απλώς τον θάνατο, αλλά το ίδιο το υποκείμενο συρρικνωμένο στο κενό.

Ο Θάνατος διασχίζει το έσχατο όριο. Περνά σε μια διάσταση ριζικά απροσμέτρητη.  Είναι ένα παράδειγμα της αντιπαράθεσης του υποκειμένου με την απόλαυση, που δείχνει το υποκείμενο να ανοίγει την πόρτα αυτού του τόπου, από τον οποίο είμαστε υποχρεωτικά εξορισμένοι, η μυστική έκσταση ενός «απολαμβάνειν» που εμπλέκει όλο το σώμα σε μια υποτιθέμενη συνάντηση με τον Θεό.

Ο θάνατος εμφανίζεται ως καταστροφή της ζωής.  Ωστόσο ζωή και θάνατος συντίθενται σε μια διπολική σχέση ακόμη και μέσα στους κόλπους των ίδιων των φαινομένων που αναφέρονται στην ζωή.  Ο θάνατος είναι το όριο της ιστορικής λειτουργίας του υποκειμένου, όχι ως ενδεχόμενη προθεσμία της ζωής του ατόμου, ούτε ως εμπειρική βεβαιότητα του υποκειμένου, αλλά σύμφωνα με την διατύπωση που δίνει ο Χάιντεγκερ, ως πιθανότητα απολύτως ίδια του υποκειμένου, απροϋπόθετη, αξεπέραστη, βεβαία και ως τέτοια ακαθόριστη.

            Πράγματι, αυτό το όριο είναι ανά πάσα στιγμή παρόν, σε οτιδήποτε έχει αυτή η ιστορία.  Εκπροσωπεί το παρελθόν με την πραγματική του μορφή, δηλαδή όχι το φυσικό παρελθόν του οποίου η ύπαρξη έχει καταργηθεί, ούτε το επικό παρελθόν όπως έχει τελειοποιηθεί στο έργο της μνήμης, ούτε το ιστορικό παρελθόν στο οποίο ο άνθρωπος βρίσκει τον εγγυητή του μέλλοντος του, αλλά το παρελθόν το οποίο εκδηλώνεται ανεστραμμένο μέσα στην αιώνια επιστροφή του.

Το πρώτο σύμβολο που μπορούμε να αναγνωρίσουμε στην ανθρωπότητα μέσα στα ερείπια της είναι τα μνήμα, και η διαμεσολάβηση του θανάτου αναγνωρίζεται σε κάθε πεδίο στο οποίο η ιστορία του ανθρώπου έρχεται στο προσκήνιο.

Το άτομο περατώνει την μοναξιά του, είτε με ουρλιαχτο, είτε βλαστημώντας, είτε μέσα στην πλήρη ανάληψη του προς- θάνατο- είναι του.  Συναινεί στη θυσία της ζωής του, για λόγους που δίνουν στην ανθρώπινη ζωή το μέτρο της και υιοθετεί την αυτοκτονική αυταπάρνηση του ηττημένου, που εγκαταλείπει τον άλλον στην απάνθρωπη μοναξιά του.

Ο άνθρωπος παλεύει να μειώσει τον πόνο της ύπαρξης στο ελάχιστο με το απόλυτο ελάχιστο να είναι ο θάνατος. Ο αιώνιος κατακερματισμός της ζωής συνιστά την επι  γης κόλαση. Είμαστε ήδη στη κόλαση, και η κόλαση συνιστά την πρώτη μας φυσική κοινότητα,  Αυτό κάνει τον Σοπενχάουερ, να αναρωτιέται «από πού πήρε ο Δάντης το υλικό για την κόλαση του, αν όχι από αυτόν τον πραγματικό μας κόσμο;»

Αλλά ακόμα και η κατάργηση του θανάτου δεν λύνει κανένα πρόβλημα, καθώς μεγεθύνεται το άγχος του ανθρώπου να συνυπάρχει με τη ρομαντική φιγούρα του βρικόλακα που υποφέρει από μια ζωή ατέρμονη, χωρίς προβλέψιμο τέλος. Η πιο σκανδαλώδης υπόθεση για την ανθρώπινη ζωή δεν είναι ότι δίπλα στην επιθυμία μας να ζήσουμε, δουλεύουν ακούραστα καταχθόνιες, βουβές δυνάμεις, οι οποίες στοχεύουν στην καταστροφή του οργανισμού, αλλά ότι η ανθρώπινη ζωή διέπεται από ροπές των οποίων το έργο είναι η μείωση του πόνου της ύπαρξης στο ελάχιστο, με το απόλυτο ελάχιστο να είναι ο θάνατος.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

ΠΟΙΟΣ ΟΔΗΓΕΙ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΨΗΦΟΦΟΡΟΥ

Τι καθορίζει την κίνηση των μαζών; Ποιος οδηγεί την μετανάστευση των αποδημητικών πουλιών, σαν πτερωτός Μωϋσής να τα πάει στην γη της επαγγελίας; Ποιος  διευθύνει την απόλυτα διατεταγμένη παρέλαση των μυρμηγκιών; Φαινομενικά η κάθε ατομική συνείδηση μπορεί να έχει την αυταπάτη της ελεύθερης επιλογής ….. Ζούμε μια ζωή που δεν καταλαβαίνουμε, ποιος χαράσσει την ρότα της.

Αυτό μας υπαγορεύει να κατανοήσουμε της βαθύτερη λογική στις διεργασίες των ανθρώπινων συστημάτων.  Ο Φρόιντ αποδίδει στο υποσυνείδητο την ιδιότητα του καπετάνιου της ζωής μας. Ο Γιούνγκ μιλά για το συλλογικό ασυνείδητο.
 
Ωστόσο, πέρα από αυτά, φαίνεται ότι υπάρχουν και άλλες συνολικές διεργασίες που επηρεάζουν τις ατομικές επιλογές.
 
Οι εκλογές διεξάγονται σε ένα πλαίσιο κοινωνικής αποσταθεροποίησης. Η διαταραγμένη συμπεριφορά της μάζας οφείλεται σε ενεργοποίηση ενός πρωτόγονου ενστίκτου αυτοσυντήρησης, και εκδηλώνεται με ατομικότητα, αποκλεισμούς, φόβο, οργή, κοινωνικό κανιβαλισμό, έξαρση των ενστίκτων, καταστροφικότητα.  Υπάρχει κρίση νοήματος και ταυτότητας.  Υπάρχει κατάρρευση του παραδοσιακού κοινωνικού ιστού, αλλά στις νέες μορφές κοινωνικής δικτύωσης δεν καλλιεργείται η σχέση, ο καθένας δεν ενδιαφέρεται για τον άλλον, αλλά πώς θα γίνει ένα πωλήσιμο εμπόρευμα (η αποθέωση της πραγματοποίησης)… με συνέπεια να έχει καθένας χιλιάδες φίλους, αλλά να γεμίζει με απελπισία και μοναξιά.
 
Το πλανητικό σύστημα βρίσκεται στο χείλος του χάους. Η αντίθεση, μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων και μεταξύ πλούτου και φτώχειας, έχει κορυφωθεί. Οι ανταγωνισμοί του κεφαλαίου ισοπεδώνουν την αξία της ανθρώπινης ζωής.  Υπάρχει πληθυσμιακή έκρηξη στις χώρες του τρίτου κόσμου, ενώ ταυτόχρονα, στις ίδιες χώρες, υπάρχει ραγδαία υποβάθμιση του περιβάλλοντος, με συνέπεια να μη μπορούν να θρέψουν τους πληθυσμούς τους. Η Ελλάδα σαν κρατικό μόρφωμα ψάχνει τον λόγο ύπαρξης στην καινούργια αναδιάταξη του κόσμου. Η αδρανής μάζα ζητάει δομή (δηλαδή ολοκληρωτισμό), ενώ η όξυνση οδηγεί σε πόλεμο· και ο φασισμός έρχεται όταν προοιωνίζεται πόλεμος.
 
Φαίνεται ότι οι μάζες έχουν μια παλινδρομική κίνηση μεταξύ οπισθοδρόμησης και προόδου. Η οπισθοδρόμηση εκφράζεται  με παράδοση σε ένα ηγέτη και συσπείρωση γύρω από μια συγκεντρωτική εξουσία.  Όταν κινητοποιούνται ψυχωτικά άγχη (το άγχος του αγνώστου, του αφανισμού κλπ.), οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από ένα συγκεντρωτικό ηγέτη και από ένα Θεό, γιατί τρομάξανε από την ελευθερία τους. Μόνο που ο ηγέτης, σε αντίθεση με τον Θεό, είναι δημιούργημα των καιρών, ενώ ο Θεός δημιούργημα των ανθρώπων. Αντίθετα η πρόοδος εκφράζεται με μια αντίρροπη κίνηση προς την χειραφέτηση και την διαφοροποίηση.  Αυτόν τον ρόλο τον επωμίζεται η αριστερά.
 
Στις παρούσες συνθήκες ο ρόλος των  διανοούμενων και της πολιτικής πρωτοπορίας, δεν είναι να καθοδηγήσουν το «κοπάδι», αλλά να αποκαλύψουν τι διέπει την κατεύθυνση των μαζών.







 

 
 

 

 


 
 
 
 
 

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2019

ΜΑΖΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΚΛΟΓΕΣ


Ο ξεχωριστός κλάδος που μελετά τα κίνητρα και τις προθέσεις που δεν υπάγονται στη βούληση (το ασυνείδητο) στο επίπεδο των ευρύτερων ομάδων και της κοινωνίας ονομάζεται Κοινωνική Ανάλυση. Η Κοινωνική ανάλυση  συνδυάζει τις μεθοδολογίες και τις θεωρίες που προέρχονται από τη συστημική θεωρία, τη θεραπεία ομάδας και τη ψυχανάλυση και προσφέρει μια προοπτική στην κοινωνική ψυχοδυναμική που επιτρέπει την κατανόηση των ατομικών ψυχικών φαινομένων και αντιδράσεων ως κοινωνικά επαγόμενων. Όταν κυριαρχούν παθολογικές άμυνες κατά του άγχους στην κοινωνία, τα άτομα  συνειδητά ή ασυνείδητα ενεργοποιούν δικές τους παθολογικές πλευρές του εαυτού και έτσι ασυνείδητα συντονίζονται με την «κοινωνική διαταραχή».

 

Οι φόβοι
Οι διάφοροι επιμέρους φόβοι ανάγονται στον υπαρξιακό φόβο για το άγνωστο και το απρόβλεπτο, που θα φέρει το αναδυόμενο νέο παγκόσμιο περιβάλλον, που έχει πολλή αβεβαιότητα. Υπάρχει απαισιοδοξία για το μέλλον. Με την επέλαση της παγκοσμιοποίησης και των νέων συνθήκων της κοινωνίας της πληροφορικής,  οι κοινωνικές δομές και θεσμοί που διαμορφώθηκαν στη βιομηχανική εποχή γίνονται παρωχημένες. Οι εθνικοί πολιτικοί θεσμοί έχουν λιγότερη επιρροή στη τύχη της χώρας. Η οικονομική ζωή κινείται σε ασταθή περιβάλλοντα, σε εξαιρετικά ανταγωνιστικές εθνικές, διεθνείς και υπερεθνικές αγορές.

Ειδικά στην εποχή του ύστερου καπιταλισμού, όπου τα πάντα αποτιμώνται σε χρήμα, η μείωση των πόρων για το κοινωνικό κράτος και την  παιδεία απειλεί σοβαρά τις θεμελιώδεις αξίες  και υπονομεύει τις μελλοντικές προοπτικές πολλών οργανισμών και θεσμών. Οι πολίτες αντιδρούν με εχθρότητα ή με απόσυρση και κυνισμό. Εν ολίγοις, είμαστε σε κοινωνία υπό μετασχηματισμό που παράγει χαοτικές εμπειρίες που επιφέρουν την «αποσύνθεση».

Το παρανοϊκό κλίμα της εποχής εμπνέει διωκτικούς φόβους και άγχη.  Τέτοιοι φόβοι ξυπνούν τον αρχέγονο φόβο αφανισμού. Μια άμυνα σε τέτοιους φόβους  είναι η άρνηση της σκέψης, γιατί έτσι αποφεύγεται η πιθανότητα να  αναγνωριστεί μια δυσοίωνη και επίφοβη πραγματικότητα.


Η άρνηση της σκέψης
Οι Τρώες αρνούνται να ακούσουν την Κασσάνδρα που προβλέπει την καταστροφή τους

Οι κοινωνικο-διανοητικές διεργασίες στο υπερσύστημα ευνοούν την άρνηση σκέψης.  Το κοινό πνεύμα άρνησης της σκέψης, σαν άμυνα στα διωκτικά άγχη, συσπειρώνει τα άτομα σε συλλογικούς σχηματισμούς, οι οποίοι επιτελούν την λειτουργία να δίνουν νόημα στην ύπαρξη τους.  Αυτό το νόημα δεν είναι αποτέλεσμα συνειδητής επεξεργασίας, αλλά εκδηλώνεται με εκτόνωση και δίνει την αυταπάτη της επιβίωσης εν όψει της επικείμενης αποσύνθεσης της κοινωνίας.

Έτσι λοιπόν τα πλήθη συσπειρώνονται γύρω από:
  • κηρύγματα που υπόσχονται μια ουτοπική επιστροφή σε μια εποχή αγνότητας, σε ένα χαμένο παράδεισο
  • Μεσσιανικές ελπίδες
  • Ένα ηγέτη που κηρύσσει τη μάχη (κατά της ανομίας, της εγκληματικότητας, της διαφθοράς, των προσφύγων, των ξένων κλπ). Το πέρασμα μιας εποχής, που δεν θα ξανάρθει, μας κάνει να την εξιδανικεύουμε, αλλά και να πενθήσουμε για ότι χάθηκε.  Η παράφορη τάση για αποφυγή του πένθους οδηγεί στην ενοχοποίηση του «εχθρού» ο οποίος θεωρείται υπεύθυνος για την απώλεια. Η ήττα του εχθρού είναι η διαρκής απόδειξη της ενοχής του και ο αφανισμός του εκλογικεύεται ως δίκαιη τιμωρία για το έγκλημά του.
·       Ένα ηγέτη που συστήνεται σαν παντογνώστης, που «ξέρει» την αιτία του κακού και υπόσχεται ότι θα οδηγήσει το πλήθος στη γη της επαγγελίας.  Η αλαζονεία της  παντογνωσίας, είναι άμυνα στην διαδικασία της μάθησης από την εμπειρία, είναι γνώση που δεν τεκμαίρεται από την πραγματικότητα και πάντα απαιτεί την επικύρωση από τους άλλους για να διατηρηθεί.
Επισημαίνεται ότι το ζητούμενο δεν είναι η αλήθεια αλλά η επιτυχής αποφυγή της σκέψης που οδηγεί στην αναγνώριση της αλήθειας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η πραγματικότητα ερμηνεύεται και θεωρείται ως ένα καταστροφικό χάος απόλυτης απροβλεψιμότητας, που απειλεί να διασπάσει τα ψυχικά όρια ανάμεσα σ’ αυτό που είναι κατανοητό και πεπερασμένο και στο άπειρο.  

Ο κυνισμός
Εχει ριζώσει το στερεότυπο ότι οι πολιτικοί είναι απατεώνες. Αυτή η παραδοσιακή πεποίθηση οφείλεται στην εμπειρία από τους αστούς πολιτικούς που κυβέρνησαν τον τόπο, αλλά η μομφή τώρα πέφτει επί δικαίων και αδίκων (κυρίως επί δικαίων). Ο κόσμος δεν πιστεύει ότι η δεξιά θα φέρει τίποτα καινούργιο.  Κατά βάθος όλοι περιμένουν ότι θα επαναληφθεί ο κύκλος δανεισμός-χρεοκοπία-μνημόνια. Η σοσιαλδημοκρατία έχει προδώσει επανειλημμένα τα κινήματα.  Η αριστερά, στο σύνολο της, δεν κατάφερε να πείσει ότι έχει ένα ρεαλιστικό όραμα για την κοινωνία του 21ου αιώνα.  Η αίσθηση  της προδοσίας που συνοδεύει αυτή την πεποίθηση οδηγεί στον κυνισμό.  Ο κυνισμός οδηγεί:

·       Σε αδιαφορία για την πολιτική

·       Σε σαδιστική ψήφο

·       Σε ψήφο προς τα εγνωσμένης αξιοπιστίας πελατειακά δίκτυα.


Αβίωτη ζωή και καταστροφικότητα
Συνέπειες της οικονομικής πτωχοποίησης ήταν ως ένα βαθμό και η ψυχολογική και ηθική πτωχοποίηση.  Συνέβη αυτό σε ένα προϋπάρχον  έδαφος καταναλωτισμού, ιδιοτέλειας, ρηχότητας, κυνισμού και ναρκισσισμού.
Είναι αλήθεια ότι την εποχή της χρεωκοπίας καταστράφηκαν ζωές στην κυριολεξία. Αλλά εκτός αυτού η κρίση έφερε στο προσκήνιο την έννοια της αβίωτης ζωής, που είναι υπαρξιακή κατάσταση.  Αβίωτη ζωή, είναι η ματαίωση του αυθορμητισμού, της ανάπτυξης και της έκφρασης των αισθησιακών, συναισθηματικών και πνευματικών δυνατοτήτων του ανθρώπου. Η ζωή έχει ένα εσωτερικό δυναμισμό. τείνει να αυξηθεί, να εκφραστεί, να βιωθεί.  Φαίνεται ότι αν αυτή η τάση ματαιωθεί η ενέργεια που κατευθύνεται προς τη ζωή υποβάλλεται σε μια διαδικασία αποσύνθεσης και η ενέργεια κατευθύνεται προς την καταστροφή.  Οι ατομικές και κοινωνικές συνθήκες που καταστέλλουν την ζωή παράγουν το πάθος για την καταστροφή που γεμίζει την δεξαμενή από την οποία τρέφονται οι ιδιαίτερα εχθρικές τάσεις, είτε ενάντια σε άλλους ή ενάντια στον εαυτό. Στην ελληνική πραγματικότητα σήμερα το βλέπουμε στην αδυναμία να αυτονομηθεί ένας νέος ενήλικος εξ αιτίας της ανεργίας ή των εξευτελιστικών μισθών, που είναι αναγκασμένος να μένει στο πατρικό σπίτι, και να ματαιώνεται η προοπτική να κάνει δικό του σπιτικό και καριέρα, στην αδυναμία του νέου επιστήμονα να βρει δουλειά, σύμφωνα με τις σπουδές του και την αξία του.

Η αβίωτη ζωή παράγει  φθόνο, απληστία, οργή, αντιπαλότητα, τάση για εκδίκηση, ανάγκη για εξουσία και επικράτηση.

Η καταστροφικότητα ενισχύεται από δύο ακόμη παράγοντες. Αφ’ ενός την ταπείνωση που πλήττει τον ναρκισσισμό και αφ’ ετέρου την αποϊδανικοποίηση της αριστεράς που για πρώτη φορά ανέλαβε να βγάλει την χώρα από το αδιέξοδο.